- πλινθηδόν
- ΜΑμσν.(για είδος γραφής) με γράμματα διατεταγμένα σε μορφή επιμήκους ορθογωνίουαρχ.κατά τον τρόπο και το σχήμα πλίνθου.[ΕΤΥΜΟΛ. < πλίνθος + επιρρμ. κατάλ. -ηδόν (πρβλ. πινακ-ηδόν)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πλινθηδόν — brick fashion indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)